Στη σκιά της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού.
Ξεναγούσα μια φίλη από το εξωτερικό επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Εκείνη, δείχνοντας την Ακρόπολη φωτισμένη, μου είπε κλαίγοντας (και όχι απλά δακρύζοντας):
«Πώς μπορείτε να περπατάτε σα να μην τρέχει τίποτα, κάτω από αυτό το θαύμα;»
Ξαφνιάστηκα με την απρόσμενη συγκίνησή της και αναλογίστηκα δύο πράγματα: Πρώτον, τη δύναμη της Ακρόπολης ως Αθηναϊκό, Ελληνικό και παγκόσμιο σύμβολο. Δεύτερον, ότι οι κάτοικοί της, την έχουν εντάξει στην καθημερινότητά τους τόσο, που κυκλοφορούν γύρω της σαν να βρίσκεται υπό την κυριότητά τους, σαν τον συντηρητή που μπορεί ατάραχος και ασυγκίνητος ν’αγγίζει το άγαλμα, όσο ο θεατής γεμίζει με δέος και μόνο που πλησίασε.
Η Ακρόπολη είναι βέβαια μια επικεφαλίδα της ταυτότητας της Αθήνας. Ούτως ή άλλως δεν παύει να είναι μια πολυπολιτισμική, σύγχρονη πόλη, η οποία ενσαρκώνει την πολυφρένεια που αναφέρει ο Kenneth Gergen. [1] Υπάρχει όμως ένα υπόστρωμα – κράμα θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας, που υποβάλλει συγκεκριμένες αυτοεικόνες των κατοίκων. [2] Οι επιλογές του παρελθόντος, τα μνημεία που επιλέχθηκαν να επιβιώσουν, ο τρόπος που έχουν σκηνοθετηθεί [3] ή πλαισιωθεί, οι αλλεπάλληλες ιδεολογικές και πολιτικές διεκδικήσεις τους και η αξιοποίησή τους ως εικόνες-σύμβολα-σημεία, έχουν ισχυροποιήσει τόσο αυτή την ταυτότητα, ώστε να την αντανακλούμε ακόμα και όταν δεν την εκπέμπουμε εμείς. Παρά τις μεταβολές και τη ρευστότητα, η κλασσική αρχαιότητα (ακόμα και αυτή που επιβιώνει στο ακροκέραμο του νεοκλασικού κτηρίου), αξιοποιείται από εμάς ως νόμισμα κληρονομημένο από το παρελθόν, για να εξαγοράσουμε [4] μια εικόνα πολιτισμού, αγαπητή στους Ευρωπαίους, φοβούμενοι ότι δεν μπορούμε να παράγουμε έναν αξιόλογο αυτόφωτο παρόν. Η ταυτότητα αυτή ευλογία, συνάμα και βάρος, αναρωτιόμουν πάντα αν αποτελεί κίνητρο, ή άλλοθι για επανάπαυση.
Την Ακρόπολη συμπληρώνει ο Λυκαβηττός που εισάγει το θρησκευτικό στοιχείο, το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Μοναστηράκι με το μείγμα αρχαίων, βυζαντινών, οθωμανικών, νεοκλασικών ή προσφυγικών κτισμάτων (με τα οθωμανικά περιορισμένα και αδύναμα από άποψη συμβολισμού), το λόφο Φιλοπάππου κ.α. Μικρότερα μνημεία και ανδριάντες, αναπληρώνουν απουσία του κλασικού παρελθόντος, όταν παρεμβάλλονται κτήρια και κρύβουν την Ακρόπολη. Οποιοδήποτε μνημείο ή γλυπτό δεν είναι κλασσικό, φαίνεται παράταιρο, ενώ πέραν εξαιρετικών δειγμάτων εκλεκτικιστικού στυλ, η κακοποίηση των Bauhaus οικοδομημάτων, άφησε το υπόλοιπο τοπίο χωρίς κάποιο δυνατό χαρακτήρα ως αντίβαρο στον κλασικό. Η στιλιστική αναρχία στις επεμβάσεις επί των κτηρίων δημιουργεί μια πολυφωνία έως κακοφωνία, έτσι που ένας επισκέπτης να καταφεύγει γι’ απάγκιο κυρίως στη μελωδία του κλασικού παρελθόντος.
Μέρος των στερεότυπων μνημών της πόλης οφείλεται και στις επιλογές αναπαράστασης και φωτογράφησής της, ανάλογα με την εποχή. Από τις πρώτες λήψεις που προσπαθούσαν να απομονώσουν ως ιδεώδη θέματα τα αρχαία από το υπόλοιπο περιβάλλον, [5] περάσαμε στην πλήρη ένταξή τους στην καθημερινότητα. Ο μουσακάς σερβίρεται πάνω σε τραπεζομάντηλο, που έχει τυπωμένο τον Παρθενώνα. Μια πολύ προσεγμένη έως ακριβέστατη αναπαράσταση αυτής της ταυτότητας, σκηνοθέτησε ο Παπαϊωάννου στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, [6] που με τα λόγια του Πλάντζου είναι: «…μια πολιτισμική ταυτότητα βασισμένη κατά κύριο λόγο στη νεοκλασική αισθητική, εμπλουτισμένη όμως με αδρές πινελιές από τον ελληνικό μοντερνισμό του 20ού αιώνα.» [7]
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που μερικοί ίσως νιώθουν προσκολλημένοι σε ένα αγαπημένο, αλλά εγκλωβιστικό παρελθόν. [8] Ακόμα και αν έχουν τη δική τους ταυτότητα, αυτή είναι περιτυλιγμένη από την ταυτότητα που τους προσδίδει το περιβάλλον της πόλης. Οι Αθηναίοι, έχουν μια ταυτότητα που οι κάτοικοι του παρελθόντος σίγουρα συνδιαμόρφωσαν, όμως πάνω σε μια περιφραγμένη τροχιά που στήθηκε επί τόπου, με μεγάλη μεθόδευση ήδη από την απελευθέρωση, βάσει της εικόνας που ήθελε η Ευρώπη να έχει για αυτούς. Αφημένοι σε αυτή, δυσκολεύονται να γίνουν αυτόφωτοι. Ίσως το βάρος του νεοέλληνα Αθηναίου είναι να ζει στη σκιά του Βράχου και του Λόφου, φορτωμένος με την ευθύνη του διαχειριστή κληρονόμου:
«Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ᾿ ἀκουμπήσω.
Ἔπεφτε τὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει.»
– Γιώργος Σεφέρης [9]
Μώρης Γεώργιος – 2022 – Επιτρέπεται ο διαμοιρασμός. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου χωρίς άδεια.
Βιβλιογραφία-Πηγές
[1] Μέσω J.R. Gillis,«Introduction», στο Commemorations: The Politics of National Identity , Princeton University Press, Πρίνστον 1994, Σελ.4
[2] Γ. Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιολογία, αρχαιότητα και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα , Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012. Σελ.112
[3] Στο ίδιο. Σελ.129
[4] Στο ίδιο. Σελ.104
[5] Στο ίδιο. Σελ.124
[6] Τελετή έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων 2004 στην Αθήνα. (Olympic Channel) https://www.youtube.com/watch?v=YYvnvr8Cpzo
[7] Δ. Πλάντζος, Το πρόσφατο μέλλον. Η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο , Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2016.
Σελ.20
[8] Ν. Παπαδημητρίου, «Εισαγωγή» στο Ν. Παπαδημητρίου & Ά. Αναγνωστόπουλος (Επιμ.), Το παρελθόν στο παρόν. Μνήμη, ιστορία και αρχαιότητα στη Σύγχρονη Ελλάδα , Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2017. Σελ.92
[9] Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα», στο Ποιήματα , Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1989.