Επικοινωνία
Ακολουθήστε με:

Αντι-μνήμη & Αντι-μνημειοποίηση.

Ο Ernest Renan , το 18821, ανέδειξε το ρόλο της κοινής μνήμης, αλλά και μιας κοινής λήθης στη διαδικασία της συγκρότησης ενός έθνους. Οι παράγοντες εξουσίας προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα «αίσθημα θυσιών», χτισμένο πάνω σε στιγμές δόξας ή πένθους,2 αναδεικνύοντας όσα ο πολίτης οφείλει να θυμάται, και αποσιωπώντας όσα πρέπει να ξεχάσει. Για να επιβιώσει όμως αυτή η κοινή κληρονομιά μνήμης, τα ίδια τα μέλη του έθνους, μέσα από διαρκή επικύρωση της ενότητας, συνδιαμορφώνουν το κεντρικό κρατικό αφήγημα που παρέλαβαν.3 Αυτό όμως δεν εκφράζει απαραιτήτως όλες τις κοινωνικές ομάδες ενός έθνους. Οι μειονοτικές ομάδες αναγκάζονται να διεκδικήσουν σελίδες μέσα στην επίσημη μνήμη, μέσω δράσεων έρχονται σε ρήξη με το προϋπάρχον αφήγημα.

Λόγω της εμπλοκής χώρων και συμβόλων στη διαδικασία παραγωγής μνήμης και ταυτότητας,4 πολλές αντιδράσεις προς το κυρίαρχο αφήγημα γίνονται με εκφράσεις αντι-μνήμης, δηλαδή με προσπάθεια δημιουργίας νέων μνημονικών χώρων, ή απόπειρα κατάληψης και επανα-νοηματοδότησης ήδη υπαρχόντων.

Μία περίπτωση παραγωγής αντι-μνήμης ήταν εκείνη των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων. Στις δυο πόλεις, το ένοχο παρελθόν μέρους της τοπικής κοινωνίας αποσιωπήθηκε στη μεταπολεμική αφήγηση. Στην περίπτωση της πρώτης, κατά τη διάρκεια των διωγμών, που εξάλειψαν περίπου το 96% των Εβραίων κατοίκων της, βεβηλώθηκε ακόμα και το εβραϊκό νεκροταφείο.5 Στη Θεσσαλονίκη, έγινε διεκδίκηση μνημονικού χώρου στην Πλατεία Ελευθερίας, που ήταν σημείο σύμβολο του εβραϊκού μαρτυρίου.6 Η πολιτεία, τεχνηέντως απέφευγε την υλοποίηση του αιτήματος,7 μέχρι τη δημαρχία Μπουτάρη, οπότε και εντάχθηκε η έγερση μνημείου στα σχέδια της ανάπλασής της. Προς το παρόν βέβαια, τα σχέδια προβλέπουν ότι η πλατεία θα αποτελεί γενικότερο χώρο μνήμης των σημείων σταθμών της Ιστορίας της πόλης, ουσιαστικά θέτοντας το εβραϊκό ζήτημα, ως κλάσμα μέσα στην γενικότερη αφήγηση (μέχρι την ημερομηνία συγγραφής του άρθρου).8 Κάτι ανάλογο συνέβη και στα Ιωάννινα, οπου οι Εβραίοι σημείωσαν ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό απωλειών. Στην αρχή δημιουργήθηκε μνημείο στο νεκροταφείο της Σταυρούπολης (1960), μετονομάστηκε μια πλατεία της Τούμπας σε «Εβραίων Μαρτύρων» (1987) και η αναγνώριση σε πιο κεντρικό σημείο, ήρθε με την ανέγερση μνημείου επί της Αλεξάνδρου Παπαναστασίου  το 1996.9 Και στις δύο περιπτώσεις η διεκδίκηση της μνήμης έγινε μέσω πιέσεων προς τους κρατικούς θεσμούς και την τοπική αυτοδιοίκηση. Δεδομένης της εμφανούς δυσκολίας μέρους του τοπικού πληθυσμού αλλά και της επίσημης πολιτείας να εντάξει στο κεντρικό αφήγημα το ολοκαύτωμα, ίσως μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα θετικά βήματα που έγιναν, οφείλονται και στην πίεση που εισήχθη απ’έξω με την διεθνή επαναξιολόγηση του εβραϊκού ζητήματος μετά το 2002.10

Σαν προσπάθεια αμφισβήτησης προϋπαρχόντων μνημείων και μνημειακών χώρων, με συνδυασμό κατάληψης/επανα-νοηματοδότησης, αξιόλογο παράδειγμα είναι αυτό των Γυναικών με τα Μαύρα (Σερβία). Στη δράση τους, όριζαν ως σημείο συνάντησης έναν ήδη καθιερωμένο δημόσιο χώρο με μνημείο, την Πλατεία Δημοκρατίας στο Βελιγράδι με το άγαλμα του Πρίγκιπα Μιχαήλ, σύμβολο της Σερβικής ανεξαρτησίας.11 Σε αυτή την περίπτωση, η αντι-μνήμη εκφράστηκε με ακτιβιστικό τρόπο. Οι Γυναίκες με τα Μαύρα, πέτυχαν να επανα-νοηματοδοτήσουν το χώρο της πλατείας, αλλά και να δείξουν την αντίστιξή τους, αξιοποιώντας το προϋπάρχον άγαλμα ως σημειολογικό συμπύκνωμα όλων των αμφισβητούμενων, από αυτές, ιδεών (εν προκειμένω την πατριαρχία και τον εθνικισμό).

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, αλλά λίγο διαφορετικές περιπτώσεις αμφισβήτησης του κυρίαρχου αφηγήματος (και του κυρίαρχου τρόπου αφήγησης) είναι εκείνες που εγγράφονται στο κίνημα αντι-μνημειοποίησης (Counter-monumentalism), δηλαδή προσπάθειες αμφισβήτησης γενικά των μνημείων, ως ικανών φορέων της συλλογικής μνήμης. Σύμφωνα με τις ιδέες του, τα μνημεία οφείλουν να είναι νοητικά, ενσταλλαγμένα στη συλλογική νόηση μέσα από δημόσιες δράσεις.12 Μεταξύ των πολλών δράσεων, ξεχωρίζουν τρεις.

Ιδιαίτερα γνωστή περίπτωση ήταν το Μνημείο Ενάντια στο Φασισμό στο Αμβούργο. Το μνημείο αυτό προκαλούσε τους επισκέπτες να χαράξουν με μεταλλική ακίδα κάποιο αντιφασιστικό μήνυμα πάνω σε μία στήλη. Η στήλη, με το πέρασμα του χρόνου βυθιζόταν στο έδαφος, μέχρι την πλήρη εξαφάνισή της. Τώρα δε μένει παρά η αρχική πλάκα με το κείμενο που απευθύνεται στους επισκέπτες:
«We invite the citizens of Hamburg, and visitors to the town, to add their names here to ours. In doing so we commit ourselves to remain vigilant. As more and more names cover this 12 meter-high lead column, it will gradually be lowered into the ground. One day it will have disappeared completely and the site of the Hamburg monument against fascism will be empty. In the long run, it is only we ourselves who can stand up against injustice.»13

Άλλο γνωστό παράδειγμα είναι οι 2146 Πέτρες στο Σάαρμπρύκεν. Στη δράση αυτή, που διήρκεσε 3 χρόνια, φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών αφαιρούσαν κρυφά πέτρες από το δάπεδο της πλατείας του Κάστρου του Σάαρμπρύκεν και τοποθετούσαν προσωρινά υποκατάστατα. Τις μετέφεραν στο εργαστήριο του εμπνευστή καθηγητή τους Jochen Gerz, όπου πάνω τους σκάλιζαν το όνομα ενός από τα πολλά εβραϊκά κοιμητήρια που είχαν βεβηλώσει οι Ναζί. Έπειτα, επέστρεφαν με την πέτρα στην πλατεία, επανατοποθετώντας την με τρόπο που να μη φαίνεται η εγχάραξη. Προκειμένου να εντοπίσουν το σωστό σημείο, είχαν τοποθετήσει κάτω από την προσωρινή πέτρα μία πρόκα, ώστε να την εντοπίζει ανιχνευτής μετάλλων. Η δράση αναγνωρίστηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο μόνο εκ των υστέρων, επιτρέποντας τη μετονομασία της πλατείας σε «Πλατεία του αόρατου μνημείου». Στόχος των καλλιτεχνών της δράσης ήταν να μεταφέρουν τη μνήμη ξανά στη σφαίρα της νόησης, αποδεσμεύοντάς την από το υλικό της περιβάλλον, θέτοντάς την στο επίκεντρο της προσωπικής εσωτερικής αναζήτησης του επισκέπτη.14

Τρίτη ιδιαίτερη δράση ήταν η Αβραάμ Λίνκολν: Η προβολή των Βετεράνων Πολέμου στη Ν.Υόρκη. Κατά την δράση αυτή, δόθηκε φωνή στους Βετεράνους όλων των πολέμων που ζούν αφανείς στη Νέα Υόρκη. Οι Βετεράνοι είχαν τη δυνατότητα να βιντεοσκοπήσουν ένα μονόλογο. Το βίντεο με την εικόνα τους μετά προβαλλόταν πάνω στο ήδη υπάρχον άγαλμα του Αβραάμ Λίνκολν, δίνοντας την εντύπωση μιας μετενσάρκωσης.15 Αμφισβητούν ευθέως την αναγκαιότητα των μνημείων, κατηγορώντας τα ότι στη χειρότερη περίπτωση ωραιοποιούν εθνικισμούς, απολυταρχίες, πολέμους και εγκλήματα, ενώ στην καλύτερη λειτουργούν ως συγχωροχάρτι-δήλωση μετάνοιας χωρίς αντίκρυσμα και χωρίς ανάληψη υπεύθυνης συμπεριφοράς στο μέλλον.16 Οι δράσεις αντι-μνημειοποίησης όμως, στην πραγματικότητα δεν μπορούν να αποφύγουν διαδικασίες μνημειοποίησης, καθώς προϋποθέτουν την ύπαρξη μνημονικού χώρου, προϋπάρχοντος μνημείου και σίγουρα προϋπάρχουσας-κεκτημένης γνώσης του γεγονότος από τους επισκέπτες.

Στο σύνολό τους όμως, όλες οι δράσεις Αντι-μνήμης και Αντι-μνημειοποίησης, καταφέρνουν ν’ αποδείξουν με τον τρόπο τους, ότι ο δημόσιος χώρος αλλά και τα μνημεία δεν έχουν εγχάρακτα και ανεξίτηλα αποτυπωμένες τις μνημειακές αναπαραστάσεις της εξουσίας. Σε μεγάλο βαθμό επανεγγράφονται με δυναμικό τρόπο, μέσα από συγκρούσεις και αγωνιστικές διαπραγματεύσεις.17

Μώρης Γεώργιος – 2021 – Επιτρέπεται ο διαμοιρασμός. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου χωρίς άδεια.

Βιβλιογραφικές Αναφορές – Πηγές

[1] Joseph Ernest Renan «Τι είναι έθνος»,Ο Πολίτης [Μηνιαία επιθεώρηση] Τεύχος 121 (Ιαν.-Μάρτ.1993)
[2] Στο ίδιο, σελ.38
[3] Στο ίδιο, σελ.37
[4] Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Μνημεία της Λήθης. Ίχνη του Β’Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.Εκδ.Πόλις, Αθήνα, 2016, σελ.295-296
[5] Οντέτ Βαρων-Βασάρ , «Άουσβιτς: Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης», στο Άουσβιτς, Το γεγονός και η μνήμη του (Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της γενοκτονίας), Βασιλική Γεωργιάδου & Άλκης Ρήγος (επιμ.) , Εκδ.Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σελ.79
[6] Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Μνημεία της Λήθης. Ίχνη του Β’Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.Εκδ.Πόλις, Αθήνα, 2016, σελ.289
[7] Στο ίδιο, σελ.287-288 και 291
[8] Στο ίδιο, σελ.307-308
[9] Κωνσταντίνα Μπάδα «Σιωπές και μνήμες της πόλης των Ιωαννίνων στη δεκαετία του 1940», στο Η μνήμη αφηγείται την πόλη. Προφορική ιστορία και μνήμη του αστικού χώρου. Συλλογικό. Εκδ.Πλέθρον, Αθήνα, 2016. σελ. 231
[10] Annette Wieviorka, Άουσβιτς. 60 χρόνια μετά, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ.239
[11] Αθηνά Αθανασίου, «Το μαύρο στην πλατεία: Χαρτογραφώντας την απαγορευμένη μνήμη» στο Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη. Χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού. Επιμ. Κώστας Γιαννακόπουλος, Γιάννης Γιαννιτσιώτης, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2010, σελ.243-245
[12] James E.Young, Germany’s vanishing Holocaust monuments. 1994 (τελ. Πρόσβαση Νοε.2020)
https://s3-eu-west-1.amazonaws.com/jochengerz-admin-staging/James-E.Young-1994.pdf
[13] https://www.shalev-gerz.net/portfolio/monument-against-fascism/ (τελ. Πρόσβαση Νοε.2020)
[14] Η επιτυχία του εγχειρήματος όμως τέθηκε σε αμφισβήτηση καθώς, τελικά, ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ενός χώρου φορτισμένου με μνήμες (γραφεία Γκεστάπο), μιας δράσης μη ορατής αλλά υπαρκτής, μιας πινακίδας να ονοματίζει την Πλατεία, και το σημαντικότερο, μιας προϋπάρχουσας γνώσης για το γεγονός στη μνήμη του επισκέπτη.
Dorota Golańska, «The Invisible and the “Matter” of Memory: A New Materialist Approach to Countermonumental Aesthetics», στο The Polish Journal of Aesthetics, Τεύχος 47, Απρίλιος 2017, σελ. 100
και https://www.arttimesjournal.com/speakout/Nov_Dec_10_Callaghan%20/Nov_Dec_10_Callaghan.html (τελ. Πρόσβαση Νοε.2020)
[15] http://moreart.org/projects/krzysztof-wodiczko/ (τελ. Πρόσβαση Νοε.2020)
[16] https://www.hisour.com/anti-monumentalism-22827/ (τελ. Πρόσβαση Νοε.2020)
[17] Αθηνά Αθανασίου, «Το μαύρο στην πλατεία: Χαρτογραφώντας την απαγορευμένη μνήμη» στο Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη. Χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού. Επιμ. Κώστας Γιαννακόπουλος, Γιάννης Γιαννιτσιώτης, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2010, σελ.249