Επικοινωνία
Ακολουθήστε με:

Οι ιδιαιτερότητες των πηγών της προφορικής ιστορίας.

Ένα από τα διαχρονικότερα ερωτήματα της ιστοριογραφίας, είναι το πώς ορίζεται η αντικειμενικότητα των πηγών. Η θετικιστική προσέγγιση ήθελε τις γραπτές πηγές και κυρίως τα αρχεία ως την αντικειμενικότερη πηγή πληροφοριών για το παρελθόν. Η λογική αυτή όμως εξυπηρέτησε με επιτυχία μόνο την ιστοριογραφία των πλαισίων που διατηρούσαν τέτοιου είδους πηγές. Βυθιζόταν στην αφάνεια έτσι, η ιστορία των πολιτισμών που δεν είχαν γραφή, των εθνοτικών ομάδων χωρίς πατρίδα, των κοινωνικών ομάδων που ζούσαν υπό συνθήκες καταπίεσης και γενικά (και ίσως το σημαντικότερο), απεικονιζόταν μια ιστορία από “ψηλά” μια ιστορία του “νικητή”, μια ιστορία της “ελίτ”.

Η επιστροφή στην αξιοποίηση της προφορικής ιστορίας (όχι ως κύρια, αλλά ως υποστηρικτική της ιστορίας των τεκμηρίων και των γραπτών πηγών), κάλυψε ακριβώς αυτή την ατέλεια. «Ζωντανεύει την ίδια την ιστορία και διευρύνει τον ορίζοντά της. Αναδεικνύει ήρωες όχι μόνο από τον κύκλο των ηγετών, αλλά και από το ανώνυμο πλήθος.»[1] Η αντίληψη της πραγματικότητας είναι σχετική, και εξαρτάται από το σημείο θέασης, από το αισθητήριο μέσο αντίληψης, από την ερμηνεία που δίνει το υποκείμενο στην πληροφορία, πριν την περάσει στη μνήμη, αλλά και από την καταλυτική επίδραση που έχει στη μνήμη το συναίσθημα.[2] Είναι φανερό επομένως ότι, όσο αντικειμενικό και να είναι ένα γεγονός ως προς την τέλεσή του (για παράδειγμα: ένας θάνατος), μπορεί να μην αρκεί μόνο μία εξιστόρησή του για να το αντιληφθούμε μέσα στο πλαίσιο το οποίο έγινε (για παράδειγμα: τί σήμαινε ο θάνατος για τους οικείους, τί για τους εχθρούς και τί για το νόμο). Βέβαια, η πολυπρισματική αυτή οπτική δεν έρχεται να “σχετικοποιήσει” τα πάντα. Κάποιες πλευρές των γεγονότων είναι αδιαμφισβήτητες με βάση τα δεδομένα πολλών επιστημονικών πεδίων. Όμως δίνει φως σε ερμηνείες αθέατες που, είτε κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τις καταγράψει επίσημα, είτε αποτελούν ερμηνείες του ανίσχυρου – ανώνυμου πλήθους. Όπως γράφει και Α.Λιάκος, «Δεν υπάρχει πλέον ένα παρατηρούν υποκείμενο, αλλά πολλά. Κατακερματίστηκε η ματιά. Δεν υπάρχει ένα ιστορούν υπερ-υποκείμενο, αλλά πολλά.»[3] Και όπως τονίζει ο D.Cannadine, «…η αντικειμενικότητα την οποία έχουμε δεσμευτεί να επιδιώκουμε, αλλά που δεν μπορούμε ποτέ να την κατακτήσουμε, συνίσταται στο συνολικό άθροισμα όλων των πιθανών υποκειμενικοτήτων…».[4]

Αυτή ακριβώς η αλλαγή προοπτικής, της ιστορίας “από τα κάτω”, που ενισχύθηκε από την προφορική ιστορία, επέτρεψε την ανάδειξη των απλών ανθρώπων από απλά αντικείμενα, ως υποκείμενα, ως φορείς κοινωνικής δράσης.[5] Η προφορική ιστορία δίνει τη δυνατότητα ενεργούς εμπλοκής των ανθρώπων και εκτός του ακαδημαϊκού πλαισίου.[6] Με τη χρήση των νέων τεχνολογιών εγγραφής και διάσωσης εικόνας και ήχου, είναι δυνατόν από μη-επαγγελματίες, να διασωθούν προφορικές μαρτυρίες που η αξία τους υπερβαίνει καμιά φορά και το ίδιο το περιεχόμενο (δηλαδή το γεγονός που παρουσιάζει). Η υπεραξία αυτή έγκειται στο ότι μπορεί να απαντήσει σε πολλά άλλα ερωτήματα, μεταξύ των οποίων το πώς διαμορφώνεται η συλλογική μνήμη, ή εντός ποιου αξιακού κώδικα έγιναν ορισμένες επιλογές. Θα ταίριαζε να αξιοποιήσουμε την παράγραφο που έγραψε η A.Farge για τις παραθέσεις, για να μιλήσουμε και για την περίπτωση των προφορικών πηγών: «…έρχονται να υπενθυμίσουν ότι μερικές φορές δεν χρησιμεύει σε τίποτα να βγαίνουμε από τον κόσμο των λέξεων μέσα στον οποίο διαμορφώνεται η ανθρώπινη εμπειρία.»[7] Μια συνέντευξη ηχητική ή ακόμα καλύτερα με βιντεοσκόπηση, μπορεί να διασώσει για έναν μελλοντικό ιστορικό πλειάδα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένου του λεξιλογίου, των συναισθημάτων, της έντασης της φωνής, της σιωπής ή των επιφωνημάτων, του ενθουσιασμού ή δισταγμού. Όλα αυτά θα είναι εκεί καταγεγραμμένα έτοιμα να δεχτούν μία νέα ερμηνεία ανά πάσα στιγμή.

Πάντα υπάρχει ζήτημα αξιοπιστίας λόγω της επιλεκτικότητας της ανθρώπινης μνήμης, ή λόγω της αλλαγής – προσαρμογής της προσωπικής οπτικής σύμφωνα με τη συλλογική ή κατασκευασμένη μνήμη. Μία προφορική μαρτυρία που αποσπάσθηκε κοντά στα γεγονότα, μπορεί να παρουσιάζει λιγότερες ανακρίβειες ή ασυνέπειες. Μιαν άλλη που αποσπάσθηκε μετά από χρόνια, μπορεί να υπερέχει ως αφήγηση πιο ψύχραιμη και ώριμη, αποδεσμευμένη από το φόβο της κρίσης των άλλων (ή και της αυτοκριτικής). Η σχέση δε του συνεντευξιαζόμενου με τον ερευνητή ,είναι και αυτή παράγοντας επηρεασμού,[8] αλλά ευτυχώς οι προφορικές μαρτυρίες που καταγράφονται με σύγχρονα μέσα, για τους λόγους που αναφέραμε και πιο πάνω, δίνουν τη δυνατότητα επανερμηνείας στο μέλλον από πιο έμπειρους ιστορικούς, κάτι που δεν μας επιτρέπει μια πηγή που αποτελεί προϊόν έντονης επεξεργασίας.

Εν τέλει, η προφορική ιστορία, απέδειξε την ικανότητά της να συμβάλλει στην καταγραφή της σύγχρονης Ιστορίας, με ξεχωριστή στιγμή της αυτή του Β.Π.Π. Δεν παρείχε μόνο επιβεβαίωση-αμφισβήτηση ακόμα και επίσημων πηγών, αλλά άνοιγε έναν χώρο μελέτης μιας πραγματικότητας παράλληλης με εκείνη που προσλαμβάναμε από τα επίσημα έγγραφα: της συναισθηματικής πραγματικότητας των ανθρώπων, που δεν καταγράφεται παρά μόνο στα λόγια τους, στην έκφρασή τους, στις προσωπικές τους αφηγήσεις. Και είναι μια πραγματικότητα αρκετά σημαντική για να αφεθεί στην αφάνεια, καθώς σε πολλές περιπτώσεις διαμόρφωσε και γεγονότα.

Μώρης Γεώργιος – 2020 – Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου χωρίς άδεια.

Βιβλιογραφικές αναφορέςΠηγές

[1] Thompson Paul. Φωνές από το παρελθόν-Προφορική Ιστορία, Πλέθρον, Αθήνα 2009, σελ.53
[2] Λιάκος Αντώνης, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;, Πόλις, Αθήνα 2012, σελ.275-276
[3] Το ίδιο, σελ.262
[4] Fernández-Armesto Felipe, «Επίλογος:Τι είναι ιστορία σήμερα;», Τι είναι ιστορία σήμερα;, Επιμ. Cannadine David, Νήσος, Αθήνα 2007, σελ.283
[5] Ρεπούση Μαρία & Χαρά Ανδρεάδου (επιμ.), Προφορικές Ιστορίες. Ένας οδηγός προφορικής ιστορίας για την εκπαίδευση και την κοινότητα, Χανιά: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων & Α.Π.Θ., 2010, σελ.5
[6] Το ίδιο,σελ.8
[7] Farge Arlette, Η γεύση του Αρχείου, Νεφέλη, Αθήνα 2004, σελ.89
[8] Ρεπούση Μαρία & Χαρά Ανδρεάδου (επιμ.), Προφορικές Ιστορίες. Ένας οδηγός προφορικής ιστορίας για την εκπαίδευση και την κοινότητα, Χανιά: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων & Α.Π.Θ., 2010, σελ.14